Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα είναι ένας όρος γνωστός στο ευρύ κοινό και συχνά χρησιμοποιείται για να αιτιολογήσει την παρουσία κάποιας δυσκολίας που το άτομο βιώνει. Ο όρος «ψυχοσωματική» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1818 από τον Γερμανό ψυχίατρο Heinioth, στην προσπάθειά του να μελετήσει τα αίτια της αϋπνίας. Έκτοτε χρησιμοποιείται ευρέως καθώς εύστοχα έχει εμπεριέξει τη σχέση σώματος και ψυχής, και υποδηλώνει την αδιαμφισβήτητη σχέση και αλληλεπίδραση μεταξύ των ψυχοκοινωνικών και βιολογικών παραγόντων που συντελούν στην ύπαρξη της ψυχοσωματικής υγείας.
Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα διαφέρουν από άτομο σε άτομο και οφείλουν την εμφάνισή τους στην ύπαρξη πολλών παραγόντων. Όπως προδίδει και η ονομασία των συμπτωμάτων αυτών οι αιτιολογικοί παράγοντες μπορεί να είναι εξελικτικοί, βιολογικοί (οργανικοί), κοινωνικοί και ψυχολογικοί, και συνδυασμοί των παραπάνω παραγόντων.
Μέσα από την συστημική ψυχοθεραπευτική ματιά, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα είναι μία υγιής αντίδραση του οργανισμού στην προσπάθειά του να ανταπεξέλθει σε μία δύσκολη κατάσταση. Ο οργανισμός μας, το σώμα μας, έχει την ικανότητα να μας δίνει χρήσιμα μηνύματα τα οποία οφείλουμε να ακούσουμε, να αφουγκραστούμε. Επειδή το σώμα τροφοδοτεί την ψυχή και η ψυχή το σώμα, όταν ένα από τα δύο αυτά στοιχεία μας δεν έχει φροντιστεί για να προσφέρει όσο χρειάζεται, το άλλο στοιχείο αντιδρά με σκοπό να μας κινητοποιήσει να «ακούσουμε». Το ποιό σύμπτωμα θα εκδηλώσει κάθε πρόσωπο εξαρτάται επίσης από πολλούς παράγοντες καθώς και από τη βιολογική προδιάθεση του κάθε προσώπου.